- λάσιος
- Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ένας από τους μνηστήρες της Ιπποδάμειας. Τον σκότωσε ο Οινόμαος, σύμφωνα με τον μύθο που αναφέρει ο Πίνδαρος.
* * *(I)-α, -ο (Α λάσιος, -ία, -ον και λάσιος, -ον)αυτός που έχει πυκυό τρίχωμα, δασύτριχος, πυκυόμαλλος («στικτῶν ἢ λασίων μετὰ θηρῶν», Σοφ.)αρχ.1. ανδρείος, ισχυρός («ἐν... στήθεσσιν λασίοισι», Ομ. Ιλ.)2. ακόλαστος ή αγροίκος3. (για τόπο) κατάφυτος («καὶ γὰρ ἦν λάσιον τὸ χωρίον», Ξεν.).επίρρ...λασίως (Α)με πυκυό τρίχωμα.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμ. *wlt- τής ΙΕ ρίζας *wel- «τριχωτός» και συνδέεται με τ. που σημαίνουν «δασύτριχος, σγουρομάλλης»: αρχ. ιρλδ. folt, ρωσ. voloti, γερμ. wald. Ο τ., επομένως, ανάγεται σε αρχική μορφή *Fλάτιος, από όπου με σίγηση τού F- και συριστικοποίηση τού -τ- προήλθε ο τ. λάσιος. Ο τ., τέλος, συνδέεται με τα λῆνος και λάχνη.ΠΑΡ. αρχ. λασιούμαι, λασίων, λασιώτιςαρχ.-μσν.λασιότης.ΣΥΝΘ. λασιόθριξ, λασιόκνημος, λασιόστερνοςαρχ.λασιαύχην, λασίμηλον, λασιόκωφος, λασιόμαλον, λασιόπους, λασιόφρυς, λασιοχαίτηςνεοελλ.λασιόκαρπος, λασιοκέφαλος].————————(II)οζωολ. γένος υμενόπτερων εντόμων τής οικογένειας formicidae.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lasius (< λάσιος)].
Dictionary of Greek. 2013.